κληματίδων

κληματίδων
κληματίς
vine-branch
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • PRIAPUS — I. PRIAPUS Liberi patris et Veneris fil. quem superstitiosa antiquitas hortorum praesidem credidit, addo et portuum. Leonidas vetus poeta: Ταῦθ᾿ ὁ Πρίηπος ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ὁ λιμενίτης. De quo vide Voss. de Idol. l. 2. c. 7. et Dempster. ad Rosin …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοποίηση — η η τέλεια ωρίμαση τών κληματίδων τής αμπέλου …   Dictionary of Greek

  • σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …   Dictionary of Greek

  • αποικιακή τέχνη — Είναι η θρησκευτική κυρίως τέχνη που άνθησε στις ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες της Αμερικής (στο Περού, στη Βραζιλία και ιδίως στο Μεξικό), από το τέλος του 16ου και μέχρι τον 18o αι. Χρησιμοποίησε συνήθως μορφές από τον ρυθμό μπαρόκ, με… …   Dictionary of Greek

  • Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”